κόδα

κόδα
η
το τρίτο και τελευταίο, αλλά διαφορετικό ως προς τον ρυθμό, μέρος χορευτικής μελωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coda «ουρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”